- κάμακος
- κάμακος, ὁ (AM) ράβδος, κοντάρι, πάσσαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάμαξπρβλ. κόρακος (γεν. κοράκου) -κόραξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάμακος — κάμαξ vine pole masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… … Dictionary of Greek